- ὑγράς
- ὑγρά̱ς , ὑγρόςwetfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑγρᾶς — ὑγρᾶ̱ς , ὑγράζω to be wet fut ind act 2nd sg (doric) ὑγρός wet fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
EXALUMINATUS Color — in margaritis maxime laudatus: verba sunt Plin. l. 9. c. 35. Et in candore ipso, magna differentia. Clarior in Rubro mari repertus. Indicus specularium lapidum squamas assimulat Summalaus coloris est exalummatos vocari. Nempe a liquidi aluminis… … Hofmann J. Lexicon universale
ενδώσμωση — η 1. η διείσδυση μιας υγράς ουσίας μέσα σε μια άλλη λόγω διαφοράς πιέσεως, διαπίδυση 2. φρ. «ενδώσμωση ηλεκτρική» η είσδυση φαρμακευτικών παραγόντων μέσα στο δέρμα με την επίδραση τού ηλεκτρισμού … Dictionary of Greek
λαίλαπα — Ισχυρός άνεμος που αρχίζει και σταματά απότομα, αφού πνεύσει για σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Συνήθως η απότομη αύξηση της δύναμης του ανέμου συνοδεύεται και από απότομη αλλαγή της διεύθυνσής του περίπου κατά 90° προς τα δεξιά στο βόρειο… … Dictionary of Greek
μεσομορφισμός — ο φυσ. χημ. κατάσταση τής ύλης που χαρακτηρίζεται από συμμετρία ενδιάμεση εκείνης τής στερεάς κρυσταλλικής και τής υγράς ή τής άμορφης κατάστασης και παρατηρείται κυρίως σε ορισμένες οργανικές ενώσεις αποτελούμενες από επιμήκη μόρια, γνωστά και… … Dictionary of Greek
μεσόμορφος — η, ο φυσ. χημ. χαρακτηρισμός τή κατάστασης τής ύλης που είναι ενδιάμεση τής στερεάς κρυσταλλικής και τής υγράς ή άμορφης κατάστασης … Dictionary of Greek
πήξη — η / πήξις, εως,και ιων. ιος, ΝΜΑ [πήγνυμι] 1. η σύμπηξη, η συνένωση, η συναρμογή, κυρίως ξύλινων κομματιών 2. το μπήξιμο, το χώσιμο πασσάλων στη γη 3. η μεταβολή τής υγράς κατάστασης ενός σώματος σε στερεά, το πήξιμο, το πάγωμα, ιδίως εξαιτίας… … Dictionary of Greek
σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… … Dictionary of Greek
τριπλός — ή, ό / τριπλοῡς, ῆ, oῡv, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τριπλούς, ή, ούν, Ν, και τριπλόος, η, ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία μέρη ή αυτός που επαναλαμβάνεται τρεις φορές (α. «τριπλό χτύπημα» β. «ξένοι ποτὲ λησταί φονεύουσ ἐν τριπλαῑς ἁμαξιτοῑς», Σοφ. γ … Dictionary of Greek
υπόψυξη — η, Ν φυσ. χημ. η διατήρηση ορισμένης φάσης, αέριας, υγράς ή στερεάς, μιας ουσίας σε θερμοκρασίες χαμηλότερες από τη θερμοκρασία κάτω από την οποία, κανονικά, μεταπίπτει σε άλλη, σταθερότερη φάση, όπως συμβαίνει κατά την ψύξη ορισμένων υγρών… … Dictionary of Greek